- συνερυω
- συνερύωσυν-ερύω(impf. συνείρυον) втягивать, вовлекать,
(ἀθυμίῃ τινά Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀθυμίῃ τινά Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνερύω — και ιων. τ. συνειρύω Α συνέλκω, συσπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐρύω «έλκω, σύρω»] … Dictionary of Greek
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek